κἄν

κἄν
κἄν (formed by crasis fr. καὶ ἐάν, quotable Hes. et al.; pap, LXX [Thackeray 138]; TestAbr; TestJob; TestReub; TestJud; Philo, Aet. M. 134 al.; Joseph.; SibOr 3, 18; Just., Tat., Ath.; W-S. §5, 8; B-D-F §18; 371; Rob. 208; w. variations in mss.) particle gener. w. subjunctive (w. ind. Hs 5, 5, 4; Just. A I, 11, 2).
and if Mt 10:23 v.l.; Mk 16:18; Lk 6:34 D; 13:9 (here the suppression of the first apodosis [καλῶς ἔχει] as quite freq. in Attic; B-D-F §454, 4; s. Rob. 1023); J 8:55; Js 5:15; κἂν λίαν συνετὸς ἦν τις Hs 5, 5, 4; κἂν μιάνῃς 5, 7, 2. κἂν … δέ but if IRo 5:2. κἂν … κἂν … κἂν and if … and if … and if 1 Cor 13:2f v.l. κἂν … κἂν and if … and if, whether … whether (Demosth. 25, 15; TestJud 15:5, TestReub 4:7) Lk 12:38.
even if, even though οὐ μόνον … ἀλλὰ κἂν εἴπητε not only … but even if you say Mt 21:21.—26:35 (κἂν δέῃ ἀποθανεῖν as Jos., Ant. 6, 108; 11, 228); J 8:14; 10:38; 11:25; 2 Cl 19:3; even if … just Hb 12:20.
(even) if only, at least (Soph., El. 1483; Lucian, Tim. 20 κἂν ὄνος ‘at least a donkey’; PRein 52, 6; POxy 1593, 5ff κἂν νῦν ‘now at least’; κἂν τοσοῦτον at least so much Ath. 20, 3) κἂν τῶν ἱματίων just his clothes Mk 5:28; cp. 6:56 (cp. TestJob 12:1 κἂν διακονῆσαι … σήμερον; Athen. 5, 212f ἑκάστου σπεύδοντος κἂν προσάψασθαι τῆς ἐσθῆτος). κἂν ἡ σκιά at least his shadow Ac 5:15. κἂν ὡς ἄφρονα δέξασθέ με accept me at least as a fool 2 Cor 11:16.—2 Cl 18:2; IEph 10:1. In the apodosis of a conditional sentence 2 Cl 7:3; GPt 12:52, 54.—κἂν ταῦτα even if this=this, little though it be Dg 2:10 (cp. Lucian, Dial. Mar. 1, 3).—M-M.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κἄν — κἀν indeclform (conj) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κἆν — κἀν indeclform (conj) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάν — poetic indeclform (prep) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καν — I (Kan). Ποταμός (629 χλμ.) της Ρωσίας, παραπόταμος του Γενισέι. Πηγάζει από τις βόρειες πλαγιές του Ανατολικού Σαγιάν (Κάνσκοε Μπελογκόριε) και κατά τη ροή του διασχίζει τη μεγάλη κοιλάδα της ομώνυμης δασοστέπας και την οροσειρά Γενισέι. Έχει… …   Dictionary of Greek

  • καν — μόρ. 1. με ελαττωτική έννοια σημαίνει τουλάχιστο, καθόλου: Δεν ήθελε ούτε καν να ακούσει γι αυτόν. 2. ως διαζευκτικός αντί του ή ή: Καν πέρσι καν πρόπερσι πήρε το δίπλωμά του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Κἄν ἀπὸ νεκροῦ φέρῃ. — κἄν ἀπὸ νεκροῦ φέρῃ. См. С живого и мертвого …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Κἄν ἐπὶ τοῦ νεκροῦ κερδαίνειν. — κἄν ἐπὶ τοῦ νεκροῦ κερδαίνειν. См. С живого и мертвого …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • καν-καν — (can can). Γαλλικός θεατρικός χορός του 19ου αι. με θορυβώδη και άσεμνο, για τα μέτρα της εποχής του, χαρακτήρα. Η ονομασία του πιθανότατα προέρχεται από έκφραση της αργκό της εποχής, που σήμαινε τη θορυβώδη και μπερδεμένη συζήτηση· υπάρχει… …   Dictionary of Greek

  • κἀν — ἐν , ἐν in proclitic indeclform (prep) ἐν , εἰς into doric aeolic (proclitic indeclform prep) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κἀν' — ἀνά , ἀνά on board indeclform (prep) ἐνί , ἐν in proclitic poetic indeclform (prep) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κᾶν με χρῆ, διὰ τοῦ πυρὸς Ἐθέλω βαδίζειν. — См. Сквозь огонь и воду …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”